βρογχιτικός

βρογχιτικός
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τη βρογχίτιδα
2. αυτός που πάσχει από βρογχίτιδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρογχίτιδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”